-
1 ἄγριος
ἄγριος ( fem. ἄγριος Iliad. 3, 24 ἄγριον αἶγα u. 19, 88 ἄγριον ἄτην), 1) auf dem Felde lebend, wild, zunächst von Thieren, auch von Pflanzen, im Naturzustand, dem ἥμερος, Culturzustand, entgegengesetzt, wie Plat. Legg. VI, 765 e; φυτῶν καὶ ζώων ἡμέρων καὶ ἀγρίων, wie τιϑασσός u. ἄγρ. Polit. 271 e; vgl. Arist. Probl. 20, 12; ἄγρια πάντα, allerlei Wild, Il. 5, 52, σῠς ἄγριος 8, 338, αἴξ 4, 106, ἄγρια φῠλα, μυίας Iliad. 19, 30; δένδρεα ἄγρια καὶ ἥμερα Her. 4, 21, ὕλη 1, 203, wie Archil. frg. 9; ἄμπελος Aesch. Pers. 606; ἔλαιον Soph. Tr. 1187 O. R. 476, ὕλη O. C. 349; μέλι Matth. 3, 4. Die Sp. bildeten bes. bei Pflanzen gern composita, wie sie oben angeführt sind, ἀγριάμπελος für ἄγριος ἄμπελος. Bei Mosch. 5, 13 ist ἄγριος der Landmann. – 2) Da bes. die Raubthiere in diesem Zustand bleiben, so wird mit ἄγριος die Wildheit u. Grausamkeit dieser bezeichnet, so λέων, δράκων, u. γένυς ἀγρία Eur. Phoen. 1389, δρακαίνης φύσις ἀγρία Bacch. 1355. Dah. von Menschen, wild, zornigu. überh. von leidenschaftlichen Gemüthszuständen, Hom. λέων ἃς ἄγρια οἰδεν Il. 24, 41, αἰχμητής Il. 6, 97, u. in der Od. ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι, 6, 120. 9, 175. 13, 201. 8, 575, vgl. 9, 215. 494, ἄγριος Κύκλωψ Od. 2, 19. ἄγρια φῦλα Γι γάντων Od. 7, 206, χόλος ἄ. Iliad. 4, 23. 8, 460 Odyss. 8, 304, auch ϑυμός Il. 9, 629, μένος 22, 313, πόλε μος 17, 737, μῶλος 398; δάμαρ Soph. Ant. 961, Ἅιδης Ai. 1014, νόσος Phil. 173 u. sonst, Eur. Or. 34, τραύματα Phoen. 1663, ἕλκος Bion 1, 16. Daher bei den Aerzten geradezu von bösartigen Geschwüren, unheilbar, ὀδύνη Soph. Tr. 971, λύπη O. R. 1073 (wie πένϑη Plut. cons. ad ux. 6), πόνοι 1205, πέδαι 1349 wie δεσμά Aesch. Pr. 175, ἅλς Suppl. 35, χεῖμα Eur. Androm. 749, πῦρ Theocr. 2, 54. Ebenso in Prosa: Plat. verb. es mit ϑηριώδης, Rep. IX, 571 c; ἀπηνής Legg. XII, 950 d; δύσκολος (ψυχή) I, 649 e; χαλεπὸς καὶ ἄδικος de leg. 318 d; τὸ τῆς διανοίας ἄγρ. καὶ πικρόν Dem. 45, 69. Es geht dann in den Begriff des rohen, bäurischen über, wie Plat. τύραννος ἄγρ. καὶ ἀπαίδευτος verb. Nach Harpocr. begreift es bes. auch τοὺς σφόδρα ἐπτοημένους περὶ τὰ παιδικὰ καὶ χαλεποὺς παιδεραστάς, s. Aesch. 1, 52 u. Ar. Nub. 348; ἂγριοι ἔρωτες Plat. Phaed. 81 a; ἄγριος κυβευτής Menand., wie Suid. erkl. ὁ λίαν περὶ τὸ κυβεύειν ἐσπουδακώς. – 3) vom Felde unb ebaut, τόπος Plat. Phaed. 113 c Legg. X, 905 b; ὄρη Dio 16, 12. [ll. 22, 313 ist wegen Länge der letzten Sylbe ι lang]. – Adv. ἀγρίως, wild, heftig, ἀγρίως ἐσϑίειν Antiphan. Ath. VII, 304 a; ἀγρίως καὶ χαλεπῶς dem πρᾴως ἀνέχεσϑαι entgegengesetzt, Plut. an seni 7; auch ἄγρια steht so Hes. Sc. 236 ἄγρια δερκόμενος, ὡς ἄγρια παίσδεις Theocr. 20, 6, u. Sp. D.
-
2 ἀπ-ηνής
ἀπ-ηνής, ές (den Ggstz bilden ἐνηής u. προςηνής), unfreundlich, hart, νόος Iliad. 16, 35. 23, 484 Od. 18, 381; ϑυμός Od. 23, 97. 230; ϑυμὸς ὑπερφίαλος καὶ ἀπηνής Iliad. 15, 94. 23, 6 l 1; μῦϑον ἀπηνέα τε κρατερόν τε 15, 202; βασιλεύς 1, 340; Od. 19, 329 ὃς μὲν ἀπηνὴς αὐτὸς ἔῃ καὶ ἀπηνέα εἰδῇ; Ar. Nub. 961; neben ἀκήλητος Theocr. 22, 169; καὶ ἄγριος Plat. Legg. XII, 950 b; εἴ τίσοι ἀπηνὲς εἴπομεν Phaedr. 257 b.
-
3 ἄ-μικτος
ἄ-μικτος, 1) nicht zu vermischen, βοή Aesch. Ag. 312, verworrenes Geschrei; dah. nugesellig, wild, ϑηρῶν στρατός, von den Centauren, Soph. Trach. 1085; Kykuus, Eur. Herc. Fur. 393; ἀνήρ Cycl. 428; αἶα, unwirthlich, nicht mit Anderen verkehrend, wie τόπος ἄμ. καὶ ἐξηγριωμένος Isocr. 9, 67; so ἄμ. καὶ ἄγριος Luc. V. H. 1, 35; ϑηρίον ἄμ., mit dem man nicht umgehen darf, Dem. 25, 58, vgl. 52; δράκαινα ἄμ. Anaxil. bei Ath. XIII, 558 a; unvereinbar, Plat., προς ἄλληλα Soph. 254 d; ἄμικτα νόμιμα τοῖς ἄλλοις Thuc. 1, 77. – 2) unvermischt, rein, βίος, ἡδονή, Plat. Phil. 61 b; τινί, 60 c. Ebenso adv., ἀμικτότατα ἔχειν 59 c; sich nicht begattend, Polit. 276 a.
-
4 στυγνός
στυγνός, eigtl. zsgzgn aus στυγανός, wie στυγερός, verhaßt; δαίμων, Aesch. Pers. 464; ἄτη, Prom. 888; auch = traurig, στυγνῷ προςώπῳ, Ag. 625, Soph. Trach. 1038 Phil. 1122; στυγνὸν οἰμώξας, traurig, Ant. 1211, στυγνὸς μὲν εἴκων δῆλος εἶ, verdrießlich. ungern, O. R. 673, oft Eur., στυγνὸν ὀφρύων νέφος Hipp. 173, ἔπος στυγνότατον Suppl. 1161; ὁρᾶν στυγνὸς ἦν, Ggstz φαιδρός, Xen. An. 2, 6, 9. 11; καὶ ἄγριος, Bion. 1, 52; ἡμέρα στυγνοτέρα, Plut. Num. 10.
-
5 δρακοντ-ώδης
δρακοντ-ώδης, ες, Drachen ähnlich; κόραι, die Erinyen, wegen ihres Schlangenhaares, Eur. Or. 249; καὶ ἄγριος ταραννος Plut. dc sera N. V. 6; – ψέλια, Armbänder, s. δράκων.
-
6 ἄξ-ενος
-
7 ἥμερος
ἥμερος, ον (selten 3 Endgn, wie Pind. N. 9, 44 Her. 5, 82), zahm, gezähmt; von Thieren, im Ggstz zum wilden Naturzustande; χῆνα ἥμερον Od. 15, 161; ζῷον Plat. Soph. 222 b; ϑηρία Rep. IX, 588 c; Ggstz ἄγριος, Polit. 264 a, öfter; πολλὰ καὶ ϑήρεια (κρέα) καὶ τῶν ἡμέρων Xen. Cyr. 1, 3, 6; Ggstz ἀτίϑασσα ζῷα, Hdn. 5, 6, 21; τὰ ἥμερα, Hausthiere. – Eben so von Pflanzen und Bäumen, die der Mensch gezogen und veredelt hat; ἐλαίη, Her. 5, 82; δένδρα, Ggstz ἄγριος, 4, 51. 8, 115; δένδρα Plat. Tim. 77 a; καρπός Critia. 115 a; τὰ ἥμεραXen. Cyn. 5, 5. - Uebertr. von Menschen, milde, sanft; οἶκος Pind. P. 1, 71; ἀστοῖς Ol. 13, 2; τέκτων P. 3, 6; ἅμερον, εὐφιλόπαιδα, Aesch. Ag. 703; κρατηϑεὶς δ' ἡμερώτερος φανεῖ 1615; ἄνϑρωποι ἥμεροι καὶ φιλάνϑρωποι τοὺς τρόπους Dem. 21, 49; Sp., καὶ πρᾷος Hdn. 2, 4, 2; Artemis heißt ἡμέρη, οὕνεκα ϑυμὸν ἀπ' ἄγριον εἵλετο παίδων Callim. Dian. 236. Vgl. ἡμερήσιος. – Ἡμερώταται ὁδοί Plat. Legg. VI, 761 a, geebnete, gebahnte Wege, oder von wilden Thieren, Räubern u. dgl. gereinigt. – Adv. ἡμέρως, χρῆσϑαι πᾶσι, mild umgehen mit Allen, Pol. 5, 54, 9; ἡμερωτέρως Plat. Legg. IX, 867 d; Plut. Alex. 49.
-
8 πόλεμος
πόλεμος, ὁ (πέλομαι, verwandt ist pello, bellum, eigtl. Getümmel), Kriegsgetümmel, Schlacht, übh. Krieg, Kampf; oft bei Hom., der auch die Form πτόλεμος braucht; bei ihm herrscht, wie bei Hes. die Bdtg Schlacht, bei den Spätern, bes. bei den Att., die Bdtg Krieg im vollen Sinne des Wortes vor; Hom. vrbdt αἰεὶ γάρ τοι ἔρις τε φίλη, πόλεμοί τε μάχαι τε, Il. 1, 177, wie ἀϋτήν τε πτόλεμόν τε, 492 u. öfter; auch καὶ φύλοπις, 18, 242; στείχειν εἰς πόλεμον φϑισήνορα, 2, 833; οὐ πολέμοιο δυσηχέος ἐμνώοντο, 686, wie ἐξῆγεν πολέμοιο δυσηχέος 13, 535; πολύδακρυς Ἀχαιῶν, 3, 165, Krieg mit den Achäern, wie ἀνδρῶν, mit Männern, 24, 8 Od. 13, 91; εἶκε πολέμου καὶ δηϊοτῆτος, Il. 5, 348, u. öfter; τεύχεσιν ἐς πόλεμον ϑωρήσσετο δακρυόεντα, 8, 388, u. oft ὁμοίιος; ἐπί τε πτόλεμος τέτατό σφιν ἄγριος, 17, 736; τόσση γὰρ ἔρις πολέμοιο δέδηεν, ib. 253; auch ὁπότε νεῖκος ὀρώρηται πολέμοιο, 13, 271; πολέμοιο γέφυρα, s. dieses; Pind. vrbdt μάχαις πολέμου, Ol. 2, 44; πολέμοιο νέφος, N. 10, 9 (wie Il. 17, 243 u. öfter); auch νιφὰς πολέμοιο, I. 3, 35; χαλκοχάρμας, 5, 26, u. öfter; Tragg.: πόλεμον αἴρεσϑαι νέον, Aesch. Suppl. 337. 928; πολέμου στῖφος παρέχοντες, Pers. 20; Soph. Ant. 150; Streit, σᾷ δυςϑύμῳ τίκτουσ' αἰεὶ ψυχᾷ πολέμους, El. 212; πόλεμον συγγόνῳ ϑέσϑαι, Eur. Or. 13; συνῆψέ μοι ὅσῳ πολέμου κρεῖσσον εἰρήνη, Suppl. 488, u. öfter; Ar. u. in Prosa: πρός τινα, Her. 6, 2; ἐπί τινος, Xen. Hell. 3, 2, 22; ἀσχημοσύνῃ καὶ Ἔρωτι πρὸς ἀλλήλους ἀεὶ πόλεμος, Plat. Conv. 196 a; καὶ στάσις, Rep. V, 470 b; πόλεμοι καὶ στάσεις καὶ μάχαι vrbdn, Phaed. 66 c; πόλεμος ϑεῶν ist das göttliche Strafgericht, Xen. An. 2, 3, 7 u. Folgde; πόλεμον πολεμεῖν, ποιεῖσϑαι, ἄρασϑαι, ἐκφέρειν, ἐπαγγέλλειν u. ä. S. die Verba.
-
9 τύραννος
τύραννος, ὁ, auch ἡ (dor. statt κοίρανος, von κῦρος, κύριος, erst zu Archilochus Zeit aufgekommen, s. τυραννίς), eigtl. Herr, Gebieter, gew. Herrscher, und zwar unbeschränkter, durch kein Gesetz u. keine Verfassung gezügelter Herrscher; auch überte. von den Göttern, H. h. 7, 5, Ar. Nub. 564; ὁ τῶν ϑεῶν τύραννος Aesch. Prom. 738, u. öfter vom Zeus; ὡς δὴ σύ μοι τύραννος Ἀργείων ἔσῃ, Ag. 1616; λαγέταν τύραννον, Pind. P. 3, 85; u. geradezu König, Soph. O. R. 514 u. öfter; πρέπει γὰρ ὡς τύραννος εἰςορᾶν, El. 654. – Bes. derjenige, der sich in einem freien Staate wider die Gesetze u. gegen den Willen des Volkes die Herrschaft anmaßt, ein revolutionärer, willkührlicher Alleinherrscher; so daß mit dem Worte ursprünglich mehr das ungesetzliche Erlangen der Herrschaft, als die Art der Verwaltung bezeichnet wird; also nicht, wie es bei Neuern gew. gebraucht wird, ein Wütherich; denn z. B. der milde Peisistratos heißt so, weil er, ohne daß das Volk ihm die Gewalt übertragen, die Alleinherrschaft sich angemaßt hat; weil aber das widerrechtlich Angemaßte dem freien Volke an sich schon lästig war, und gew. nur durch fortgesetzte Gewaltthätigkeit behauptet werden konnte, erhält der Name früh eine gehässige Nebenbdtg; so bei Plat. gew., ὅπου τύραννός ἐστιν ἄρχων ἄγριος καὶ ἀπαίδευτος, Gorg. 510 b; vgl. bes. Polit. 301 c, ὅταν μήτε κατὰ νόμους μήτε κατὰ ἔϑη πράττῃ τις εἷς ἄρχων, μῶν οὐ τότε τὸν τοιοῦτον τύραννον κλητέον; Xen. Mem. 4, 6, 12. – Adj., herrisch, gebieterisch, nach Tyrannenart; τύραννα δρᾶν, Soph. O. R. 588; ἡ τύραννος κόρη, Eur. Med. 1122, u. öfter; τύραννα σκῆπτρα, Aesch. Prom. 263; καὶ ζῇ τύραννον σχῆμ' ἔχων, Soph. Ant. 1154; δῶμα, Eur. Hipp. 843; τύραννος πόλις, Thuc. 1, 124. 188, u. sonst noch einzeln in Prosa.
-
10 μῶλος
μῶλος, ὁ ( moles), Mühe, Anstrengung, VLL. erkl. μάχη, ϑόρυβος, u. haben auch die Form μόλος; bes. Kriegsarbeit, Kampf, ϑάνατόν τε φυγεῖν καὶ μῶλον Ἄρηος, Il. 2, 401 u. öfter, auch ohne den Zusatz, πῶς τ' ἄρ' ἴω μετὰ μῶλον, 18, 188, περὶ δ' αὐτοῦ μῶλος ὀρώρει ἄγριος, 17, 397; vgl. Hes. Sc. 257; ξείνου καὶ Ἴρου μῶλος, der Zweikampf des Fremden und des Iros, Od. 18, 233 (sonst kommt das Wort in der Od. nicht vor); Ἄρης μῶλον συνάγει, Archil. 50; Ap. Rh. 4, 414. – Hesych. erwähnt auch ein Verbum μωλέω = μάχομαι, u. μωλήσεται, μαχήσεται, πικρανϑήσεται. – In der Ueberschrift des Ep. ad. 370 (IX, 670), εἰς μῶλον τῇ ϑαλάττῃ ἐπικείμενον, ist es Hafendamm, moles.
-
11 φονάω
φονάω, mordgierig, blutgierig sein; Soph. Phil. 1193; Hesych. τὸ ἐπὶ φόνον μαίνεσϑαι; ἐξ Ἄρεως Ael. V. H. 2, 44. 3, 9; ἄγριος ἰδεῖν καὶ φονῶν τὸ ὄμμα Philostr. imagg. 9 a. E.
-
12 ὗς
ὗς, ὁ u. ἡ, gen. ὑός, acc. ὗν, wie σῠς, Schwein, Eber und Sau; gew. das zahme Schwein, Hom., der aber σῦς häufiger gebraucht; auch Her. hat beide Formen; ὗς ἄγριος Xen. Cyr. 1, 6,28, wie Pol. 8, 28, 10, der auch ὗς allein so braucht, 8, 31, 4 u. sonst. – Sprichwörtlich war ὗς ποτ' Ἀϑηναίαν ἔριν ἤρισε, Theocr. 5, 23, oder kürzer ὗς πρὸς Ἀϑηνᾶν, sus Minervam, vom Kampfe der Unverständigen gegen die Verständigen; ὗς διὰ ῥόδων, ἐπὶ τῶν σκαιῶν καὶ ἀναγώγων, Crates bei Phot.; ὗς ἐκώμασε, vom übermüthigen, frechen Betragen; ὗς ὑπὸ ῥόπαλον δραμεῖται, von Einem, der wissentlich in sein eigenes Verderben läuft; οὐκ ἂν πᾶσα ὗς γνοίη, Plat. Lach. 196 d. Ueber ὗς Βοιωτία s. die Erklärer zu Pind. Cl. 6, 90. – [Υ ist in allen zweisylbigen Casus kurz.]
См. также в других словарях:
άγριος — Εκείνος που ζει στα χωράφια και γενικά σε απομονωμένες περιοχές, ο απολίτιστος, αυτός που δεν έχει εξημερωθεί. Ο χαρακτηρισμός ά. συνηθίζεται κυρίως προκειμένου να επισημανθούν οι κάτοικοι ορισμένων περιοχών της Αφρικής και της Πολυνησίας, που… … Dictionary of Greek
άγριος αγιασμός — Κοινή ονομασία των φυτών μέντα η μακρόφυλλος και μέντα η πρασίνη (βλ. λ. μέντα, δυόσμος) … Dictionary of Greek
ζοχός, άγριος — Φυτό της οικογένειας των συνθέτων. Η επιστημονική ονομασία του είναι ελμίνθια εχιδιοειδής (helminthia echioides) και ουρόσπερμα το πικριδιοειδές (urospermum picroides). Πρόκεται για μονοετή πόα, με βλαστό ύψους 10 40 εκ., όρθια και διακλαδισμένη … Dictionary of Greek
ζαμπούκος, άγριος — Φυτό της οικογένειας των βαλεριανιδών. Είναι γνωστό και με την επιστημονική ονομασία νάρδος η κονδυλόρριζοςβαλεριάνα η διοσκουρίδειος. Πρόκειται για πολυετή πόα, με βλαστό όρθιο και φύλλα με αραιό τρίχωμα. Τα άνθη της είναι ρόδινα ή άσπρα. Απαντά … Dictionary of Greek
Βουργουνδία — (Bourgogne). Διοικητική περιφέρεια (31.582 τ. χλμ., 1.610.067 κάτ. το 1999) της κεντροανατολικής Γαλλίας, η οποία διαιρείται στα διαμερίσματα Ιόν (Yonne), Χρυσή Ακτή (Côte d’Or), Σον ε Λουάρ (Saône et Loire) και Νιέβρ (Nièvre). Η Β. είναι κατά το … Dictionary of Greek
CUPIDO — Amoris Deus, quem Hesiodus natum vult ex Chao et Terra, Simonides ex Marte et Venere, Arcesilaus ex nocte et Aethere, Alcaeus ex Lite et Zephyro, Sappho ex Venere et Caelo, Seneca ex Venete et Vulcano. Quidam ex sola Venere prognatum tradunt,… … Hofmann J. Lexicon universale
Βορεάς — Προσωποποίηση του ανέμου βοριά στην ελληνική μυθολογία. Αναφέρεται ως γιος του Αστραία (ή του Τυφώνα) και της Ηούς και ισχυρότερος από τους τρεις αδελφούς του, τον Νότο, τον Εύρο και τον Ζέφυρο. Ο Β. συνδέεται στενά με τη Θράκη, τα όρη της και… … Dictionary of Greek
Βορέας — Προσωποποίηση του ανέμου βοριά στην ελληνική μυθολογία. Αναφέρεται ως γιος του Αστραία (ή του Τυφώνα) και της Ηούς και ισχυρότερος από τους τρεις αδελφούς του, τον Νότο, τον Εύρο και τον Ζέφυρο. Ο Β. συνδέεται στενά με τη Θράκη, τα όρη της και… … Dictionary of Greek
δράκοντας — Βλ. λ. Δράκων. * * * και δράκων και δράκος, ο (θηλ. δράκαινα και δράκισσα και δρακόντισσα, η) (AM δράκων Μ και δράκος, θηλ. δράκαινα) Ι. δράκοντας και δράκων (AM δράκων) 1. τεράστιο μυθικό φτερωτό ερπετό 2. οποιασδήποτε μορφής υπερφυσικό τέρας 3 … Dictionary of Greek
Βελή-Γκέκας — (18ος 19ος αι.). Αλβανός από τη Σκόδρα, που βρισκόταν στην υπηρεσία του Αλή πασά και έγινε γνωστός για την παλικαριά του αλλά και για τις διώξεις του εναντίον των χριστιανών. Ήταν γιγαντόσωμος και άγριος. Ο Κατσαντώνης, που δεν υποτασσόταν στον… … Dictionary of Greek
παναμείδητος — παναμείδητος, ον (Α) εντελώς αγέλαστος, πολύ σκυθρωπός και άγριος («παναμείδητα πρόσωπα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀμείδητος «αγέλαστος»] … Dictionary of Greek